οδοντωτός

οδοντωτός
-ή, -ό (Α ὀδοντωτός, -ή, -όν) [οδοντώ]
(συν. για εργαλείο, εξάρτημα ή κατασκευή) αυτός που φέρει οδόντωση, που έχει εναλλασσόμενες εσοχές και εξοχές παρόμοιες με δόντια
νεοελλ.
1. ανατ. αυτός που εμφανίζει εντομές, ανάμεσα στις οποίες προβάλλουν οδοντοειδείς προεξοχές
2. φρ. α) «οδοντωτός τροχός»
τεχνολ. τροχός με οδόντωση στην περιφέρειά του, ο οποίος προσαρμόζεται με άλλον τροχό, κοχλία ή άξονα που φέρουν αντίστοιχη οδόντωση και εξασφαλίζει τη μετάδοση τής κίνησης από ένα σώμα σε άλλο, κν. γρανάζι
β) «οδοντωτός σιδηρόδρομος» — σιδηρόδρομος που κινείται με τη βοήθεια τρίτης, οδοντωτής τροχιάς επειδή το έδαφος είναι επικλινές
γ) «σύστημα οδοντωτών τροχών»
τεχνολ. μηχανικό σύστημα που αποτελείται από αλλεπάλληλους οδοντωτούς τροχούς και το οποίο χρησιμοποιείται για τη μετάδοση τής κίνησης από έναν περιστρεφόμενο άξονα σε άλλο
δ) «ελλειπτικό σύστημα οδοντωτών τροχών» — σύστημα που μεταδίδει σε έναν παράλληλο άξονα μεταβλητή περιστροφική κίνηση
ε) «σύστημα οδοντωτών τροχών τού Χόυχενς» — σύστημα από οδοντωτούς τροχούς στο οποίο η σχέση τών ταχυτήτων μεταβάλλεται κατά βούληση
στ) «οδοντωτοί μύες»
ανατ. ονομασία τριών ζυγών μυών τού θώρακος
ζ) «οδοντωτοί πυρήνες»
ανατ. μάζες από φαιά ουσία οι οποίες βρίσκονται μέσα στην παρεγκεφαλίδα- η) «οδοντωτός σύνδεσμος»
ανατ. ινώδης υμένας ο οποίος εκτείνεται σε όλο το μήκος τού νωτιαίου μυελού και χρησιμεύει στη διατήρηση τού νωτιαίου μυελού στη θέση του κατά τις κινήσεις τής σπονδυλικής στήλης
θ) «οδοντωτός κανόνας»
τεχνολ. μεταλλική ράβδος η οποία φέρει οδόντωση και, ως στοιχείο μηχανής, συνεργεί με οδοντωτούς τροχούς.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ὀδοντωτός — with large teeth masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οδοντωτός — ή, ό αυτός που έχει δόντια: Οδοντωτός τροχός. – Οδοντωτό φύλλο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • οδοντωτός τροχός — Μηχανισμός κατάλληλος για τη μετάδοση κίνησης από έναν κινητήριο σε έναν κινούμενο άξονα· αποτελείται από τροχούς, στην περιφέρεια των οποίων είναι διαμορφωμένες προεξοχές (δόντια) σε κανονικά διαστήματα και με κατάλληλο σχήμα. Η βάση των δοντιών …   Dictionary of Greek

  • ὀδοντωτά — ὀδοντωτός with large teeth neut nom/voc/acc pl ὀδοντωτά̱ , ὀδοντωτός with large teeth fem nom/voc/acc dual ὀδοντωτά̱ , ὀδοντωτός with large teeth fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀδοντωτῶν — ὀδοντωτός with large teeth fem gen pl ὀδοντωτός with large teeth masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀδοντωτόν — ὀδοντωτός with large teeth masc acc sg ὀδοντωτός with large teeth neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀδοντωτοῖς — ὀδοντωτός with large teeth masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀδοντωτοί — ὀδοντωτός with large teeth masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀδοντωτοῦ — ὀδοντωτός with large teeth masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀδοντωτῇ — ὀδοντωτός with large teeth fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”